Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
able
/ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να;
USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
acceptance
/əkˈsep.təns/ = NOUN: αποδοχή, παραδοχή;
USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, παραλαβής
GT
GD
C
H
L
M
O
accepting
/əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι;
USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, αποδέχεται, αποδοχή των
GT
GD
C
H
L
M
O
accident
/ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν;
USER: ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
achieve
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
achieving
/əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω;
USER: επίτευξη, την επίτευξη, επίτευξης, επιτυγχάνοντας, επίτευξη των
GT
GD
C
H
L
M
O
activity
/ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα;
USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση
GT
GD
C
H
L
M
O
after
/ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν;
USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
alice
/ˈæl.ɪs.bænd/ = NOUN: Αλίκη;
USER: Αλίκη, alice, Άλις, Αλίκης, Άλς
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
almost
/ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro;
USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το
GT
GD
C
H
L
M
O
alpine
/ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός;
USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική
GT
GD
C
H
L
M
O
already
/ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα;
USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alternatives
/ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο;
USER: εναλλακτικές λύσεις, εναλλακτικών λύσεων, εναλλακτικές, εναλλακτικών, εναλλακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
although
/ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά;
CONJUNCTION: μολονότι;
USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
areas
/ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο;
USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
ask
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από
GT
GD
C
H
L
M
O
aspect
/ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις;
USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
bags
/bæɡ/ = NOUN: τσάντα, σακούλα, σάκος, σακκούλα, σάκκος, ταγάρι;
VERB: θέτω εντός σακούλας, σακουλιάζω;
USER: τσάντες, σακούλες, σάκοι, σάκους, σάκων
GT
GD
C
H
L
M
O
bangs
= NOUN: κοντά στο μέτωπο;
USER: φράντζα, κτυπήματα, Μπανγκ, κτυπά, τα κτυπήματα, "
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
become
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
becomes
/bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω;
USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται
GT
GD
C
H
L
M
O
becoming
/bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός;
USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
begin
/bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω;
USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
begins
/bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω;
USER: αρχίζει, ξεκινά, ξεκινάει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
being
/ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση;
USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
between
/bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα;
ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ;
USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του
GT
GD
C
H
L
M
O
billion
/ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο;
USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
biomass
/ˈbīōˌmas/ = USER: βιομάζα, βιομάζας, της βιομάζας, τη βιομάζα, η βιομάζα,
GT
GD
C
H
L
M
O
blue
/bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος;
NOUN: λουλάκι;
USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
bright
/braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής;
USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
broke
/brəʊk/ = ADJECTIVE: χωρίς χρημάτων;
USER: έσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασε, ξέσπασαν
GT
GD
C
H
L
M
O
building
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου
GT
GD
C
H
L
M
O
buildings
/ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή;
USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
camel
/ˈkæm.əl/ = NOUN: καμήλα, κάμηλος;
USER: καμήλα, Camel, καμήλας, καμήλες, καμηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
carried
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: που, διεξάγεται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
cells
/sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος;
USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
cheap
/tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνός, ευτελής, πρόστυχος, ανειλικρινής;
USER: φθηνά, cheap, Φτηνές, φθηνή, φθηνό
GT
GD
C
H
L
M
O
cheaper
/tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνότερος;
USER: φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
climate
/ˈklaɪ.mət/ = NOUN: κλίμα;
USER: κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, κλιματικής
GT
GD
C
H
L
M
O
coast
/kəʊst/ = NOUN: ακτή, παραλία, ακρογιαλιά, γιαλός;
VERB: παραπλέω, κατηφορίζω, πλέω παρά την ακτήν;
USER: ακτή, Coast, ακτής, ακτές, ακτών
GT
GD
C
H
L
M
O
collapse
/kəˈlæps/ = NOUN: κατάρρευση, πτώση, λιποθυμία;
VERB: καταρρέω, καταπίπτω, σωριάζομαι;
USER: κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, κατάρρευση της
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
commitment
/kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση;
USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή
GT
GD
C
H
L
M
O
compact
/kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας;
ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός;
VERB: συμπυκνώνω;
USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς
GT
GD
C
H
L
M
O
company
/ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή;
USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
consumer
/kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής;
USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
consuming
/kənˈsjuː.mɪŋ/ = VERB: καταναλώνω, καταναλίσκω, δαπανώ, καταβροχθίζω, ξοδεύω, σπαταλώ, εξοδεύω;
USER: καταναλώνουν, κατανάλωση, καταναλώνει, καταναλώνοντας, χρονοβόρα
GT
GD
C
H
L
M
O
contribute
/kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ;
USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
core
/kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι;
VERB: ξεκουκιάζω;
USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
corporate
/ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός;
USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική
GT
GD
C
H
L
M
O
cost
/kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο;
VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ;
USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους
GT
GD
C
H
L
M
O
countries
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
cover
/ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη;
VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ;
USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν
GT
GD
C
H
L
M
O
creating
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας
GT
GD
C
H
L
M
O
crucial
/ˈkruː.ʃəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, καίριος, αποφασιστικός, σταυροειδής, οξύς, αυστηρός;
USER: κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, σημαντικό, κρίσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
csr
= USER: ΕΚΕ, CSR, την ΕΚΕ, της ΕΚΕ, εταιρικής κοινωνικής ευθύνης,
GT
GD
C
H
L
M
O
current
/ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους;
ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών;
USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή
GT
GD
C
H
L
M
O
damages
/ˈdæm.ɪdʒ/ = NOUN: αποζημίωση;
USER: αποζημίωση, αποζημιώσεως, ζημιές, ζημίες, αποζημίωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
deadlocked
= USER: αδιέξοδο, σε αδιέξοδο, αδιεξόδου, βρίσκονται σε αδιέξοδο, αδιέξοδη,
GT
GD
C
H
L
M
O
decades
/ˈdek.eɪd/ = NOUN: δεκαετία, δεκάδα;
USER: δεκαετίες, εδώ και δεκαετίες, δεκαετιών, και δεκαετίες
GT
GD
C
H
L
M
O
decides
/dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι;
USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να, ορίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
deep
/diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς;
USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
GT
GD
C
H
L
M
O
demand
/dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση;
VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω;
USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης
GT
GD
C
H
L
M
O
democracy
/dɪˈmɒk.rə.si/ = NOUN: δημοκρατία;
USER: δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstration
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
destination
/ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός;
USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο
GT
GD
C
H
L
M
O
determination
/dɪˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση;
USER: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση, προσδιορισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
devil
/ˈdev.əl/ = NOUN: διάβολος, σατανάς, περίδρομος;
USER: διάβολος, Devil, διάβολο, διαβόλου, διαβόλων
GT
GD
C
H
L
M
O
difficult
/ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος;
USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες
GT
GD
C
H
L
M
O
distance
/ˈdɪs.təns/ = NOUN: απόσταση, διάστημα, απέχων;
USER: απόσταση, απόσταση με, αποστάσεως, εξ αποστάσεως, απόστασης
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
doubles
/ˈdəbəl/ = NOUN: διπλό, δυάδα, σωσίας;
VERB: διπλασιάζω, διπλώνω;
USER: διπλασιάζεται, διπλασιάζει, διπλασιάζει την, διπλασιάζει το, διπλάσια
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
dramatic
/drəˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: δραματικός, συνταρακτικός;
USER: δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
duration
/djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια;
USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια
GT
GD
C
H
L
M
O
earthquake
/ˈɜːθ.kweɪk/ = NOUN: σεισμός;
USER: σεισμός, σεισμό, σεισμού, σεισμούς, σεισμών
GT
GD
C
H
L
M
O
easily
/ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα;
USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα
GT
GD
C
H
L
M
O
economically
/ˌiː.kəˈnɒm.ɪ.kəl.i/ = USER: οικονομικά, οικονομικώς, οικονομική, από οικονομική, οικονομικής
GT
GD
C
H
L
M
O
eleven
/ɪˈlev.ən/ = USER: eleven-, eleven, eleven;
USER: έντεκα, ένδεκα
GT
GD
C
H
L
M
O
eliminated
/ɪˈlɪm.ɪ.neɪt/ = VERB: εξαλείφω, μηδενίζω, αφαιρώ;
USER: εξαλειφθούν, εξαλειφθεί, αποβάλλεται, απαλείφονται, εξαλείφεται
GT
GD
C
H
L
M
O
energies
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργειας, πηγών ενέργειας, ενέργειες, ενέργειές, ενεργειών
GT
GD
C
H
L
M
O
energy
/ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα;
USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enormous
/ɪˈnɔː.məs/ = ADJECTIVE: τεράστιος, κολοσσιαίος, υπερμεγέθης, τερατώδης, θεόρατος;
USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, τεράστιας, τεράστιας
GT
GD
C
H
L
M
O
entirely
/ɪnˈtaɪə.li/ = ADVERB: εντελώς, ολότελα, εξ ολόκληρου;
USER: εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, αποκλειστικά
GT
GD
C
H
L
M
O
entrepreneurship
/ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος
GT
GD
C
H
L
M
O
environmentally
/ɪnˌvaɪ.rən.ˈmen.təl/ = USER: περιβάλλον, το περιβάλλον, περιβαλλοντικά, περιβαλλοντικώς, περιβαλλοντική
GT
GD
C
H
L
M
O
estimates
/ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός;
USER: εκτιμήσεις, εκτιμήσεων, οι εκτιμήσεις, προβλέψεις, τις εκτιμήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
euro
/ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ;
USER: ευρώ, του ευρώ, euro, σε ευρώ
GT
GD
C
H
L
M
O
european
/ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός;
NOUN: Ευρωπαίος;
USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
evidently
/ˈev.ɪ.dənt.li/ = USER: προφανώς, προφανές, εμφανώς, προδήλως
GT
GD
C
H
L
M
O
exit
/ˈek.sɪt/ = NOUN: έξοδος;
VERB: εξέρχεται, βγαίνω, εξέρχομαι;
USER: έξοδος, εξέρχεται, έξοδο, βγείτε, έξοδο από, έξοδο από
GT
GD
C
H
L
M
O
factors
/ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF;
USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες
GT
GD
C
H
L
M
O
far
/fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά;
ADJECTIVE: μακρινός;
USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
favor
/ˈfāvər/ = NOUN: εύνοια, εύνοια, χάρη, χάρη, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση, χατήρι, ευμένεια, χατήρι, ευμένεια;
VERB: ευνοώ, ευνοώ;
USER: ευνοούν, ευνοήσει, ευνοούν την, ευνοεί, υπέρ
GT
GD
C
H
L
M
O
favorable
/ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος;
USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών
GT
GD
C
H
L
M
O
feed
/fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή;
VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ;
USER: τροφή, ζωοτροφές, ζωοτροφών, τις ζωοτροφές, τρέφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
few
/fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι;
USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
finest
/ˈfaɪ.nɪst/ = USER: καλύτερα, τα καλύτερα, ωραιότερα, καλύτερη, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
firm
/fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος;
ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός;
USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
firstly
/ˈfɜːst.li/ = ADVERB: πρώτα, πρώτο;
USER: πρώτα, πρώτο, Πρώτον, καταρχάς
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forty
/ˈfɔː.ti/ = USER: forty-, forty, forty;
USER: σαράντα, από σαράντα, τεσσαράκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
fossil
/ˈfɒs.əl/ = NOUN: απολίθωμα;
USER: απολίθωμα, ορυκτά, ορυκτών, τα ορυκτά, ορυκτές
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
freemen
/ˈfriː.mən/ = USER: ελεύθεροι, ελεύθερους, freemen, ελεύθερους πολίτες, οι ελεύθεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
friend
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fuel
/fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη;
VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι;
USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων
GT
GD
C
H
L
M
O
fundamental
/ˌfəndəˈmentl/ = ADJECTIVE: θεμελιώδης, βασικός;
USER: θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
future
/ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων;
NOUN: μέλλοντας, μέλλο;
USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών
GT
GD
C
H
L
M
O
gas
/ɡæs/ = NOUN: αέριο, φωταέριο, βενζίνη, γκαζολίνη, μπούρδα;
USER: αέριο, αερίου, φυσικού αερίου, αερίων, φυσικό αέριο
GT
GD
C
H
L
M
O
geothermal
= USER: γεωθερμική, γεωθερμικών, γεωθερμικές, γεωθερμικής, γεωθερμικού,
GT
GD
C
H
L
M
O
girl
/ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη;
USER: κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, κοριτσιών, κορίτσι που
GT
GD
C
H
L
M
O
global
/ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός;
USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
governments
/ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση;
USER: κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις, κυβερνήσεων, τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
half
/hɑːf/ = NOUN: ήμισυ;
ADJECTIVE: μισός, ήμισυς;
VERB: φέρω;
USER: ήμισυ, μισός, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ
GT
GD
C
H
L
M
O
happening
/ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν;
ADJECTIVE: τυχόν;
USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
helped
/help/ = VERB: βοηθώ;
USER: βοήθησε, βοήθησαν, συνέβαλε, βοηθήσει, βοήθησε να
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
houses
/haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή;
VERB: στεγάζω, εστιώ;
USER: σπίτια, κατοικίες, τα σπίτια, σπιτιών, διαμερίσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
hydroelectricity
= NOUN: υδροηλεκτρισμός;
USER: υδροηλεκτρισμός, η υδροηλεκτρική ενέργεια, της υδροηλεκτρικής ενέργειας, υδροηλεκτρική, η υδροηλεκτρική,
GT
GD
C
H
L
M
O
important
/ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος;
USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός
GT
GD
C
H
L
M
O
impossible
/ɪmˈpɒs.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: αδύνατος;
USER: αδύνατος, αδύνατο, αδύνατη, αδύνατον, δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
infrastructure
/ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή;
USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών
GT
GD
C
H
L
M
O
instead
/ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση;
USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για
GT
GD
C
H
L
M
O
institutional
/ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən.əl/ = USER: θεσμικού, θεσμικών, θεσμικές, θεσμική, θεσμικό
GT
GD
C
H
L
M
O
insulated
/ˈɪn.sjʊ.leɪt/ = VERB: απομονώ, μονώνω, απομονώνω;
USER: μόνωση, μονωμένα, μονωμένο, μονωμένος, μονωμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
investment
/ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία;
USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
investors
/ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα;
USER: επενδυτές, οι επενδυτές, επενδυτών, τους επενδυτές, των επενδυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
journey
/ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής
GT
GD
C
H
L
M
O
journeys
/ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδια, διαδρομές, ταξιδιών, μετακινήσεις, διαδρομών
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
kilometer
/kiˈlämitər,ˈkiləˌmētər/ = NOUN: χιλιόμετρο;
USER: χιλιόμετρο, χιλιομέτρου, Χιλιόμετρα, χιλιομέτρων, χλμ.
GT
GD
C
H
L
M
O
kilometers
/kiˈlämitər,ˈkiləˌmētər/ = NOUN: χιλιόμετρο;
USER: χιλιόμετρα, χιλιομέτρων, χλμ., χιλιομέτρου, χιλιόμετρο
GT
GD
C
H
L
M
O
laid
/leɪd/ = ADJECTIVE: στρωτός
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
later
/ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα;
NOUN: βραδύτερο;
ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος;
USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο
GT
GD
C
H
L
M
O
leader
/ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής;
USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής
GT
GD
C
H
L
M
O
learn
/lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ;
USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει
GT
GD
C
H
L
M
O
levels
/ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή;
VERB: ισοπεδώ;
USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
longest
/lɒŋ/ = USER: μακρύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μακρύτερη, μεγαλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looking
/ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
majorities
/məˈjôrətē,-ˈjär-/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα;
USER: πλειοψηφίες, πλειοψηφιών, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, πλειοψηφίες που
GT
GD
C
H
L
M
O
majority
/məˈdʒɒr.ə.ti/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα;
USER: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
mar
/mɑːr/ = VERB: παραμορφώνω, αφανίζω, χαλώ, φθείρω, καταστρέφω;
USER: mar, Μαρ, Απρ, Μαϊ, αγο
GT
GD
C
H
L
M
O
march
/mɑːtʃ/ = NOUN: πορεία, εμβατήριο, βάδισμα, οδοιπορία, σύνορο;
VERB: βαδίζω, πορεύομαι;
USER: πορεία, Μάρτιος, εμβατήριο, βαδίζω, Μαρτίου
GT
GD
C
H
L
M
O
mass
/mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός;
VERB: μαζεύω, συσσωρεύω;
USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος
GT
GD
C
H
L
M
O
matters
/ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο;
VERB: σημαίνω;
USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
means
/miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο;
USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
melt
/melt/ = VERB: τήκω, τήκομαι, λυώνω;
USER: λιώσει, τήξη, λιώνει, λιώνουν, τήκονται
GT
GD
C
H
L
M
O
meltdown
/ˈmelt.daʊn/ = USER: κατάρρευση, κατάρρευσης, τήξη, κρίση, ρευστοποίηση
GT
GD
C
H
L
M
O
men
/men/ = NOUN: άνδρες;
USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
mix
/mɪks/ = NOUN: μείγμα;
VERB: ανακατεύω, σμίγω, μιγνύω, ανακατώνω, ανακατώνομαι, παρασκευάζω;
USER: μείγμα, αναμειγνύεται, αναμίξετε, ανάμιξη, ανακατεύουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
momentous
/məˈmen.təs/ = ADJECTIVE: βαρυσήμαντος, σοβαρότατος, σπουδαίος;
USER: βαρυσήμαντος, βαρυσήμαντο, βαρυσήμαντη, το βαρυσήμαντο, σπουδαίο
GT
GD
C
H
L
M
O
months
/mʌnθ/ = NOUN: μήνας;
USER: μήνες, μηνών, months, μήνα
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
must
/mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος;
USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
myths
/mɪθ/ = NOUN: μύθος;
USER: μύθοι, μύθους, τους μύθους, μύθων, οι μύθοι
GT
GD
C
H
L
M
O
neat
/niːt/ = ADJECTIVE: πετυχημένος, νοικοκυρεμένος, καθαρός, κομψός, ανέρωτος, καλοφτιαγμένος, κόσμιος, καθάριος, συγυρισμένος;
USER: νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, καθαρός, τακτοποιημένο, τακτοποιημένη
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
needed
/ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
needs
/nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά;
USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
ninety
/ˈnaɪn.ti/ = NOUN: ενενήντα, ninety-, ninety;
USER: ενενήντα, από ενενήντα, ενενήκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
nuclear
/ˈnjuː.klɪər/ = ADJECTIVE: πυρηνικός, πύρινος;
USER: πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
offline
/ˌɒfˈlaɪn/ = USER: offline, συνδεδεμένος, σύνδεσης, σύνδεση, χωρίς σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
oil
/ɔɪl/ = NOUN: έλαιο, λάδι, πετρέλαιο;
VERB: λαδώνω;
USER: πετρέλαιο, λάδι, έλαιο, πετρελαίου, του πετρελαίου
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
online
/ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
operating
/ˈäpəˌrāt/ = ADJECTIVE: λειτουργικός;
USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
opportunity
/ˌäpərˈt(y)o͞onitē/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα;
USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
opposing
/əˈpəʊ.zɪŋ/ = VERB: εναντιώνομαι, αντιτάσσω, αντικρούω, ανθίσταμαι;
USER: αντιτιθέμενες, αντίθετες, αντιτίθενται, απέναντι, αντίθετα
GT
GD
C
H
L
M
O
opposite
/ˈɒp.ə.zɪt/ = PREPOSITION: απέναντι, έναντι;
NOUN: αντίθετο;
ADJECTIVE: αντίθετος, αντίρροπος;
USER: απέναντι, αντίθετο, απέναντι από, αντίθετη, αντίθετες
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
ourselves
/ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας;
USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας
GT
GD
C
H
L
M
O
overnight
/ˌəʊ.vəˈnaɪt/ = ADVERB: τη νύχτα, αποβραδίς, παρελθούσα νύκτα;
NOUN: διανυκτέρευση;
ADJECTIVE: βραδινός;
USER: τη νύχτα, διανυκτέρευση, όλη τη νύκτα, όλη τη νύχτα, διάρκεια της νύχτας
GT
GD
C
H
L
M
O
pacific
/pəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειρηνικός;
USER: ειρηνικός, Ειρηνικού, Pacific, Ειρηνικό, του Ειρηνικού
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
particularly
/pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς;
USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως
GT
GD
C
H
L
M
O
patterns
/ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι;
USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
personally
/ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς;
USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
plants
/plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό;
VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς;
USER: φυτά, τα φυτά, φυτών, μονάδες, εγκαταστάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
play
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
policies
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
policy
/ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας;
USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
politicians
/ˌpɒl.ɪˈtɪʃ.ən/ = NOUN: πολιτευτής, πολιτευόμενος;
USER: πολιτικοί, πολιτικούς, οι πολιτικοί, τους πολιτικούς, πολιτικών
GT
GD
C
H
L
M
O
polls
/pəʊl/ = NOUN: ψηφοφορία, γκάλοπ, κεφαλή, παπαγάλος, εκλογικός κατάλογος;
USER: δημοσκοπήσεις, polls, ψηφοφορίες, κάλπες, ψηφοφορίες Σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
possible
/ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός;
USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
powers
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: εξουσίες, αρμοδιότητες, εξουσιών, αρμοδιοτήτων, δυνάμεις
GT
GD
C
H
L
M
O
presidio
= USER: Presidio, εταιρεία Presidio, Πρεσίντιο,
GT
GD
C
H
L
M
O
previously
/ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού;
USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
price
/praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο;
VERB: τιμώ, διατιμώ;
USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών
GT
GD
C
H
L
M
O
probably
/ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά;
USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον
GT
GD
C
H
L
M
O
production
/prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση;
USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική
GT
GD
C
H
L
M
O
prof
/prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής
GT
GD
C
H
L
M
O
projects
/ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα;
VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω;
USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων
GT
GD
C
H
L
M
O
proverbial
/prəˈvɜː.bi.əl/ = ADJECTIVE: παροιμιώδης, παροιμιακός;
USER: παροιμιώδης, παροιμιώδη, παροιμιώδες, παροιμιακή, παροιμιακό
GT
GD
C
H
L
M
O
public
/ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο;
ADJECTIVE: δημόσιος;
USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
quarters
/ˈkwôrtər/ = NOUN: κατάλυμα;
USER: τέταρτα, τρίμηνα, τεταρτημόρια, τετάρτων, τριμήνων
GT
GD
C
H
L
M
O
quicker
/kwɪk/ = USER: πιο γρήγορα, ταχύτερη, γρηγορότερα, γρήγορα, ταχύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
quickly
/ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως;
USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να
GT
GD
C
H
L
M
O
radius
/ˈreɪ.di.əs/ = NOUN: ακτίνα;
USER: ακτίνα, ακτίνας, ακτίνα για, την ακτίνα, Radius
GT
GD
C
H
L
M
O
reaches
/riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση;
VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι;
USER: φτάνει, φθάνει, φτάσει, φθάσει, φθάνει σε
GT
GD
C
H
L
M
O
react
/riˈækt/ = VERB: αντιδρώ, αντενεργώ;
USER: αντιδρούν, αντιδράσει, να αντιδράσει, αντιδρά, αντιδράσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reactor
/riˈæk.tər/ = NOUN: αντιδραστήρας, αντιδραστήρ, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικός αντιδραστήρ;
USER: αντιδραστήρας, αντιδραστήρα, αντιδραστήρος, αντιδραστήρων, του αντιδραστήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
reactors
/riˈæk.tər/ = NOUN: αντιδραστήρας, αντιδραστήρ, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικός αντιδραστήρ;
USER: αντιδραστήρες, αντιδραστήρων, αντιδραστήρες που
GT
GD
C
H
L
M
O
reality
/riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης;
USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
reasons
/ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό;
USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που
GT
GD
C
H
L
M
O
recognize
/ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω;
USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
regarded
/rɪˈɡɑːd/ = VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ;
USER: θεωρούνται, θεωρηθεί, θεωρείται, θεωρηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
reliable
/rɪˈlaɪə.bl̩/ = ADJECTIVE: αξιόπιστος, έμπιστος, βάσιμος, υπεύθυνος, αξιόχρεος, ξηγημένος;
USER: αξιόπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα
GT
GD
C
H
L
M
O
rely
/rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση;
USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
renewable
/rɪˈnjuː.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: ανανεώσιμος, ανακαινίσιμος;
USER: ανανεώσιμες πηγές, ανανεώσιμων πηγών, ανανεώσιμες, ανανεώσιμη, ανανεώσιμων
GT
GD
C
H
L
M
O
requires
/rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ;
USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
reservoirs
/ˈrezə(r)ˌvwär,-ˌv(w)ôr/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο;
USER: ταμιευτήρες, δεξαμενές, ταμιευτήρων, δεξαμενών, δοχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
resources
/ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι;
USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
/riˌspänsəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
revolution
/ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή;
USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του
GT
GD
C
H
L
M
O
rising
/ˈraɪ.zɪŋ/ = NOUN: εξέγερση, ανατολή, έγερση;
ADJECTIVE: ανατέλλων, εγειρόμενος, υψούμενος;
USER: αυξάνεται, αύξηση, άνοδο, αυξάνονται, αύξηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
risk
/rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση;
VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω;
USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου
GT
GD
C
H
L
M
O
risky
/ˈrɪs.ki/ = ADJECTIVE: επικίνδυνος, κινδυνώδης;
USER: επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνες, ριψοκίνδυνη
GT
GD
C
H
L
M
O
role
/rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο;
USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που
GT
GD
C
H
L
M
O
rolf
= USER: Rolf, Ο Rolf, τον Rolf, κ. Rolf
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
safety
/ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά;
ADJECTIVE: ασφαλής;
USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
savings
= NOUN: οικονομίες, οικονομία;
USER: οικονομίες, οικονομία, εξοικονόμηση, αποταμιεύσεις, αποταμίευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
scenery
/ˈsiː.nər.i/ = NOUN: τοπίο, σκηνικά, θέα, σκηνογραφία;
USER: τοπίο, σκηνικά, τοπία, σκηνικό, τοπίου
GT
GD
C
H
L
M
O
sea
/siː/ = NOUN: θάλασσα;
USER: θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, τη θάλασσα, θαλάσσια
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
secondly
/ˈsek.ənd.li/ = ADVERB: δεύτερο, κατά δεύτερο λόγο;
USER: δεύτερο, κατά δεύτερο λόγο, δεύτερον, αφετέρου
GT
GD
C
H
L
M
O
securing
/sɪˈkjʊər/ = VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω;
USER: εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφάλισης, εξασφαλίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
series
/ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά;
USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών
GT
GD
C
H
L
M
O
settlement
/ˈset.l̩.mənt/ = NOUN: επίλυση, διακανονισμός, εγκατάσταση, συνοικισμός, αποικία;
USER: διακανονισμός, επίλυση, εγκατάσταση, διακανονισμού, οικισμό
GT
GD
C
H
L
M
O
seven
/ˈsev.ən/ = USER: seven-, seven;
USER: επτά, εφτά, από επτά, από επτά
GT
GD
C
H
L
M
O
she
/ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη;
USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
shift
/ʃɪft/ = NOUN: αλλαγή, περίοδος εργασίας, υπεκφυγή;
VERB: μετατοπίζω, μεταλλάσσω, μετακινώ, μετακινούμαι, υπεκφεύγω;
USER: αλλαγή, μετατόπιση, στροφή, μετατοπιστεί, στραφούν
GT
GD
C
H
L
M
O
short
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής;
USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής
GT
GD
C
H
L
M
O
shorter
/ʃɔːt/ = ADJECTIVE: κοντύτερος;
USER: μικρότερη, συντομότερη, μικρότερες, μικρότερο, μικρότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
showed
/ʃəʊ/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: έδειξε, έδειξαν, κατέδειξε, παρουσίασε, παρουσίασαν
GT
GD
C
H
L
M
O
shown
/ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει
GT
GD
C
H
L
M
O
single
/ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος;
VERB: ξεχωρίζω;
USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
GT
GD
C
H
L
M
O
skinny
/ˈskɪn.i/ = NOUN: κοκαλιάρης;
ADJECTIVE: ισχνός;
USER: κοκαλιάρης, κοκαλιάρικο, skinny, αδύνατος, μεμβρανοειδής
GT
GD
C
H
L
M
O
small
/smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος;
ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος;
USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
social
/ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός;
USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
GT
GD
C
H
L
M
O
solar
/ˈsəʊ.lər/ = ADJECTIVE: ηλιακός;
USER: ηλιακός, ηλιακή, ηλιακής, ηλιακό, ηλιακών
GT
GD
C
H
L
M
O
sometimes
/ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου;
USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
son
/sʌn/ = NOUN: γιός, υιός;
USER: υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος
GT
GD
C
H
L
M
O
sooner
/suːn/ = ADVERB: γρηγορότερα, ταχύτερα, ενωρίτερον, μάλλον, κάλλιο;
USER: γρηγορότερα, ταχύτερα, νωρίτερα, αργά, πιο γρήγορα
GT
GD
C
H
L
M
O
sources
/sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση;
USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
stamina
/ˈstæm.ɪ.nə/ = NOUN: σθένος, ζωτικότητα, οστά, αντοχή σώματος;
USER: σθένος, ζωτικότητα, αντοχή, την αντοχή, δύναμη
GT
GD
C
H
L
M
O
standards
/ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα;
USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες
GT
GD
C
H
L
M
O
starring
/stär/ = VERB: πρωταγωνιστώ;
USER: με πρωταγωνιστή, πρωταγωνιστή, με πρωταγωνιστή τον, με πρωταγωνιστές, πρωταγωνιστή τον
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
started
/stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
starts
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: ξεκινά, αρχίζει, ξεκινάει, αρχίζει να, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
state
/steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή;
ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός;
VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω;
USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών
GT
GD
C
H
L
M
O
station
/ˈsteɪ.ʃən/ = NOUN: σταθμός, θέση;
VERB: θέτω, τοποθετώ;
USER: σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σιδηροδρομικός
GT
GD
C
H
L
M
O
stations
= NOUN: σταθμός, θέση;
VERB: θέτω, τοποθετώ;
USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του
GT
GD
C
H
L
M
O
step
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
story
/ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα;
USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι
GT
GD
C
H
L
M
O
straw
/strɔː/ = NOUN: άχυρο, καλαμάκι;
ADJECTIVE: αχύρινος, ψάθινος;
USER: άχυρο, καλαμάκι, άχυρου, αχύρου, άχυρα
GT
GD
C
H
L
M
O
study
/ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο;
VERB: μελετώ, σπουδάζω;
USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
successively
/səkˈses.ɪv/ = ADVERB: διαδοχικώς;
USER: διαδοχικώς, διαδοχικά, σταδιακά, διαδοχική
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
suited
/ˈsuː.tɪd/ = VERB: αρμόζω, ταιριάζω;
USER: κατάλληλη, κατάλληλο, προσαρμοσμένη, ταιριάζει, κατάλληλοι
GT
GD
C
H
L
M
O
summoning
/ˈsəmən/ = VERB: καλώ, κλητεύω;
USER: κλήτευση, κλήση, κλήση των, καλώντας, κλητεύεται,
GT
GD
C
H
L
M
O
supplier
/səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής;
USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
GT
GD
C
H
L
M
O
support
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη
GT
GD
C
H
L
M
O
surplus
/ˈsɜː.pləs/ = NOUN: πλεόνασμα, περίσσευμα;
ADJECTIVE: πλεονάζων, περισεύων;
USER: πλεόνασμα, πλεονάσματος, το πλεόνασμα, πλεονασμάτων, πλεόνασμα της
GT
GD
C
H
L
M
O
surveys
/ˈsɜː.veɪ/ = NOUN: επισκόπηση, εξέταση, τοπογράφηση, καταμέτρηση;
VERB: αγναντεύω, καταμετρώ, τοπογραφώ, επισκοπώ;
USER: έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, έρευνες που, έρευνες για
GT
GD
C
H
L
M
O
survive
/səˈvaɪv/ = VERB: επιζώ;
USER: επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, επιβίωση, επιζήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
sustainable
/səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός;
USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος
GT
GD
C
H
L
M
O
swiss
/swis/ = NOUN: Ελβετός, Σουηδικό;
ADJECTIVE: ελβετικός;
USER: Ελβετός, ελβετικός, swiss, Ελβετικής, Ελβετική, Ελβετική
GT
GD
C
H
L
M
O
switched
/ˌswɪtʃtˈɒn/ = VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση;
USER: ενεργοποιημένο, μεταγωγής, ενεργοποιημένη, ενεργοποιείται, ενεργοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
taken
/ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
task
/tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία;
USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών
GT
GD
C
H
L
M
O
technologies
/tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία;
USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
tentacle
/ˈten.tə.kl̩/ = NOUN: πλοκάμι, κεράτιο έντομου;
USER: πλοκάμι, Tentacle, πλοκάμια, με πλοκάμια, κεράτιο έντομου
GT
GD
C
H
L
M
O
term
/tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία;
VERB: ονομάζω;
USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας
GT
GD
C
H
L
M
O
terry
/ˈter.i/ = NOUN: είδος υφάσματος;
USER: terry, πετσετέ, φλοκωτά, ο Terry, σπογγώδους μορφής
GT
GD
C
H
L
M
O
testimony
/ˈtes.tɪ.mən.i/ = NOUN: μαρτυρία, βεβαίωση, κατάθεση δικαστική;
USER: μαρτυρία, κατάθεση, μαρτυρίες, κατάθεσή, μαρτυρίας
GT
GD
C
H
L
M
O
text
/tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα;
USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
than
/ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά;
USER: από, παρά, των, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thinking
/ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη;
ADJECTIVE: σκεπτόμενος;
USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
thirty
/ˈθɜː.ti/ = USER: thirty-, thirty, thirty;
USER: τριάντα, από τριάντα, τριακοστή, τριάκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
thousand
/ˈθaʊ.zənd/ = USER: thousand-, thousand, χιλιάδα;
USER: χίλια, χιλιάδες, χιλ., χιλιάδων, χίλιες, χίλιες
GT
GD
C
H
L
M
O
thousands
/ˈθaʊ.zənd/ = NOUN: χιλιάδα;
USER: χιλιάδες, χιλιάδων, χιλ., χιλ.
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
tradition
/trəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: παράδοση;
USER: παράδοση, παράδοσης, την παράδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
transport
/ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά;
VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω;
USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
travel
/ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο;
VERB: ταξιδεύω;
USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
trend
/trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά;
VERB: έχω τάση πρός, τείνω, κλίνω, ρέπω;
USER: τάση, τάσης, εξέλιξη, η τάση, τάσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
triggers
/ˈtrɪɡ.ər/ = NOUN: σκανδάλη, σκανδάλη όπλου;
USER: ενεργοποιεί, πυροδοτεί, προκαλεί, έναυσμα, διεγείρει
GT
GD
C
H
L
M
O
tsunami
/tsuːˈnɑː.mi/ = USER: τσουνάμι, το τσουνάμι, tsunami, παλιρροϊκό κύμα
GT
GD
C
H
L
M
O
turbines
/ˈtəːbʌɪn,-ɪn/ = NOUN: τουρμπίνα, στρόβιλος, κινητήριος τροχός, κινητήρια μηχανή;
USER: ανεμογεννήτριες, τουρμπίνες, στρόβιλοι, στροβίλους, στροβίλων,
GT
GD
C
H
L
M
O
twenty
/ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty;
USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
twitter
/ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα;
VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι;
USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
uninhabitable
/ˌəninˈhabətəbəl/ = ADJECTIVE: ακατοίκητος;
USER: ακατοίκητος, ακατοίκητα, μη κατοικήσιμη, κατοικήσιμες, ακατοίκητες
GT
GD
C
H
L
M
O
university
/ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο;
USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
vital
/ˈvaɪ.təl/ = ADJECTIVE: ζωτικός;
USER: ζωτικός, ζωτικής σημασίας, ζωτικό, σημαντικό, ζωτική
GT
GD
C
H
L
M
O
wanted
/ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος;
USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
watch
/wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης;
VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
water
/ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ;
VERB: ποτίζω, νερώνω;
USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
ways
/-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
weeks
/wiːk/ = USER: εβδομάδες, εβδομάδων, βδομάδες, εβδομάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wind
/wɪnd/ = NOUN: άνεμος, αέρας, στροφή;
VERB: ελίσσομαι, ανεμίζω, κουρδίζω, στρέφω, ελίσσω, περιτυλίσσω, περιτυλίσσομαι, χορδίζω;
USER: άνεμος, αέρας, ανέμου, αιολική, άνεμο
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
without
/wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν;
ADVERB: έξω;
USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yet
/jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις;
USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη
424 words