Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
able /ˈeɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ικανός, δυνάμενος, αρμόδιος, άξιος, όποιος μπορεί να, όποιος καταφέρνει, όποιος κατορθώνει, όποιος είναι στη θέση να; USER: ικανός, θέση, σε θέση, μπορούν, μπορεί

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
acceptance /əkˈsep.təns/ = NOUN: αποδοχή, παραδοχή; USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, η αποδοχή, παραλαβής

GT GD C H L M O
accepting /əkˈsept/ = VERB: αποδέχομαι, δέχομαι, παραδέχομαι; USER: αποδοχή, αποδοχής, την αποδοχή, αποδέχεται, αποδοχή των

GT GD C H L M O
accident /ˈæk.sɪ.dənt/ = NOUN: ατύχημα, δυστύχημα, τυχαίο συμβάν; USER: ατύχημα, ατυχήματος, ατυχημάτων, ατυχήματα, των ατυχημάτων

GT GD C H L M O
achieve /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, επιτύχουν, επιτευχθεί, την επίτευξη, επιτύχει

GT GD C H L M O
achieving /əˈtʃiːv/ = VERB: κατορθώνω, επιτελώ, επιτυχαίνω; USER: επίτευξη, την επίτευξη, επίτευξης, επιτυγχάνοντας, επίτευξη των

GT GD C H L M O
activity /ækˈtɪv.ɪ.ti/ = NOUN: δραστηριότητα, δραστικότητα, απασχόληση, αρμοδιότητα, χημική διαστηριότητα; USER: δραστηριότητα, δραστικότητα, δραστηριότητας, δραστηριοτήτων, δράση

GT GD C H L M O
after /ˈɑːf.tər/ = ADVERB: μετά, αφού, κατόπιν; USER: μετά, αφού, μετά από, μετά την, μετά τη, μετά τη

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
alice /ˈæl.ɪs.bænd/ = NOUN: Αλίκη; USER: Αλίκη, alice, Άλις, Αλίκης, Άλς

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
almost /ˈɔːl.məʊst/ = ADVERB: téměř, skoro; USER: σχεδόν, περίπου, σχεδόν σε, σχεδόν το, σχεδόν το

GT GD C H L M O
alpine /ˈæl.paɪn/ = ADJECTIVE: αλπικός; USER: αλπικός, αλπικό, Άλπεων, αλπικά, αλπική

GT GD C H L M O
already /ɔːlˈred.i/ = ADVERB: ήδη, από τώρα; USER: ήδη, έχουν ήδη, που έχουν ήδη, έχει ήδη, που ήδη, που ήδη

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alternatives /ôlˈtərnətiv/ = NOUN: εναλλακτική λύση, εναλλαγή, διέξοδος, εκλογή μεταξύ δύο; USER: εναλλακτικές λύσεις, εναλλακτικών λύσεων, εναλλακτικές, εναλλακτικών, εναλλακτικά

GT GD C H L M O
although /ɔːlˈðəʊ/ = ADVERB: αν και, παρόλο, παρά; CONJUNCTION: μολονότι; USER: παρόλο, αν και, μολονότι, παρά, αν, αν

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
areas /ˈeə.ri.ə/ = NOUN: έκταση, έμβαδο; USER: περιοχές, περιοχών, τομείς, χώρους, περιοχές που

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
aspect /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
away /əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά; NOUN: απών; USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
bags /bæɡ/ = NOUN: τσάντα, σακούλα, σάκος, σακκούλα, σάκκος, ταγάρι; VERB: θέτω εντός σακούλας, σακουλιάζω; USER: τσάντες, σακούλες, σάκοι, σάκους, σάκων

GT GD C H L M O
bangs = NOUN: κοντά στο μέτωπο; USER: φράντζα, κτυπήματα, Μπανγκ, κτυπά, τα κτυπήματα, "

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
become /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: να γίνει, γίνει, γίνονται, γίνουν, καταστεί, καταστεί

GT GD C H L M O
becomes /bɪˈkʌm/ = VERB: γίνομαι, πάω, καθίσταμαι, αποβαίνω, καταλήγω, αρμόζω; USER: γίνεται, καθίσταται, γίνει, καταστεί, μετατρέπεται

GT GD C H L M O
becoming /bɪˈkʌm.ɪŋ/ = ADJECTIVE: ταιριαστός, θελκτικός; USER: να γίνει, γίνει, όλο και, γίνεται, όλο

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
begin /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν

GT GD C H L M O
begins /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζει, ξεκινά, ξεκινάει, αρχίσει

GT GD C H L M O
being /ˈbiː.ɪŋ/ = NOUN: ύπαρξη, ο, ζωή, ουσία, υπόσταση; USER: ύπαρξη, είναι, να, να είναι, που είναι, που είναι

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
between /bɪˈtwiːn/ = PREPOSITION: μεταξύ, ανάμεσα; ADVERB: μεταξύ δύο, στο ενδιάμεσο, εν τω μεταξύ; USER: μεταξύ, ανάμεσα, μεταξύ των, μεταξύ της, μεταξύ του, μεταξύ του

GT GD C H L M O
billion /ˈbɪl.jən/ = NOUN: δισεκατομμύριο; USER: δισεκατομμύριο, δισ., δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρίων, δισ. ευρώ

GT GD C H L M O
biomass /ˈbīōˌmas/ = USER: βιομάζα, βιομάζας, της βιομάζας, τη βιομάζα, η βιομάζα,

GT GD C H L M O
blue /bluː/ = ADJECTIVE: μπλε, γαλάζιος, κυανός, γαλανός, μελαγχολικός, κακόκεφος, άκεφος, δύσθυμος; NOUN: λουλάκι; USER: μπλε, γαλάζιο, blue, γαλάζια, μπλε του

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
bright /braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής; USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
broke /brəʊk/ = ADJECTIVE: χωρίς χρημάτων; USER: έσπασε, έσπασαν, έσπασε το, ξέσπασε, ξέσπασαν

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
buildings /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίρια, κτιρίων, κτήρια, κτηρίων, τα κτίρια

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
camel /ˈkæm.əl/ = NOUN: καμήλα, κάμηλος; USER: καμήλα, Camel, καμήλας, καμήλες, καμηλό

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
carried /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: που, διεξάγεται, πραγματοποιείται, πραγματοποιηθεί, πραγματοποιούνται

GT GD C H L M O
cells /sel/ = NOUN: κύτταρο, κελί, στοιχείο, κελλίο, πυρήνας, οικίσκος; USER: κύτταρα, κυττάρων, κελιά, τα κύτταρα, κύτταρα του

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
cheap /tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνός, ευτελής, πρόστυχος, ανειλικρινής; USER: φθηνά, cheap, Φτηνές, φθηνή, φθηνό

GT GD C H L M O
cheaper /tʃiːp/ = ADJECTIVE: φτηνότερος; USER: φτηνότερος, φθηνότερα, φθηνότερη, φθηνότερο, φθηνότερες

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
climate /ˈklaɪ.mət/ = NOUN: κλίμα; USER: κλίμα, κλίματος, του κλίματος, κλιματική, κλιματικής

GT GD C H L M O
coast /kəʊst/ = NOUN: ακτή, παραλία, ακρογιαλιά, γιαλός; VERB: παραπλέω, κατηφορίζω, πλέω παρά την ακτήν; USER: ακτή, Coast, ακτής, ακτές, ακτών

GT GD C H L M O
collapse /kəˈlæps/ = NOUN: κατάρρευση, πτώση, λιποθυμία; VERB: καταρρέω, καταπίπτω, σωριάζομαι; USER: κατάρρευση, κατάρρευσης, πτώση, κατάρρευση της

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
commitment /kəˈmɪt.mənt/ = NOUN: δέσμευση, υποχρέωση, διάπραξη, φυλάκιση; USER: δέσμευση, υποχρέωση, δέσμευσή, δέσμευσης, τη δέσμευσή

GT GD C H L M O
compact /kəmˈpækt/ = NOUN: συμπαγής, συμφωνία, συμβόλαιο, πουδριέρα, σύμβαση, θήκη πούδρας; ADJECTIVE: συμπαγός, πυκνός; VERB: συμπυκνώνω; USER: συμπαγής, συμπαγές, συμπαγή, compact, συμπαγείς

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
consumer /kənˈsjuː.mər/ = NOUN: καταναλωτής; USER: καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτικών

GT GD C H L M O
consuming /kənˈsjuː.mɪŋ/ = VERB: καταναλώνω, καταναλίσκω, δαπανώ, καταβροχθίζω, ξοδεύω, σπαταλώ, εξοδεύω; USER: καταναλώνουν, κατανάλωση, καταναλώνει, καταναλώνοντας, χρονοβόρα

GT GD C H L M O
contribute /kənˈtrɪb.juːt/ = VERB: συνεισφέρω, συμβάλλω, συντελώ; USER: συμβάλλει, συμβάλλουν, συνεισφέρουν, συμβάλει, συμβάλουν

GT GD C H L M O
core /kɔːr/ = NOUN: πυρήνας, καρδιά, κέντρο, πυρήν, κουκούτσι; VERB: ξεκουκιάζω; USER: πυρήνας, πυρήνα, βασικές, βασικών, βασική

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
cost /kɒst/ = NOUN: κόστος, τιμή, δαπάνη, τίμημα, έξοδο; VERB: κοστίζω, στοιχίζω, κοστολογώ; USER: κόστος, κοστίσει, κοστίζουν, κοστίζει, κόστους

GT GD C H L M O
countries /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; USER: χώρες, χωρών, οι χώρες, των χωρών, τις χώρες

GT GD C H L M O
cover /ˈkʌv.ər/ = NOUN: κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, σκέπασμα, στέγη; VERB: καλύπτω, σκεπάζω, κρύβω, σκεπώ; USER: κάλυψη, κάλυμμα, καλύψει, καλύπτει, καλύπτουν

GT GD C H L M O
creating /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργώντας, τη δημιουργία, η δημιουργία, δημιουργίας

GT GD C H L M O
crucial /ˈkruː.ʃəl/ = ADJECTIVE: κρίσιμος, καίριος, αποφασιστικός, σταυροειδής, οξύς, αυστηρός; USER: κρίσιμος, κρίσιμο, ζωτικής σημασίας, σημαντικό, κρίσιμη

GT GD C H L M O
csr = USER: ΕΚΕ, CSR, την ΕΚΕ, της ΕΚΕ, εταιρικής κοινωνικής ευθύνης,

GT GD C H L M O
current /ˈkʌr.ənt/ = NOUN: ρεύμα, ρους; ADJECTIVE: τρέχων, ισχύων, τωρινός, τρεχούμενος, σύγχρονος, κυκλοφορών; USER: ρεύμα, τρέχων, τρέχουσα, τρέχουσες, σημερινή

GT GD C H L M O
damages /ˈdæm.ɪdʒ/ = NOUN: αποζημίωση; USER: αποζημίωση, αποζημιώσεως, ζημιές, ζημίες, αποζημίωσης

GT GD C H L M O
deadlocked = USER: αδιέξοδο, σε αδιέξοδο, αδιεξόδου, βρίσκονται σε αδιέξοδο, αδιέξοδη,

GT GD C H L M O
decades /ˈdek.eɪd/ = NOUN: δεκαετία, δεκάδα; USER: δεκαετίες, εδώ και δεκαετίες, δεκαετιών, και δεκαετίες

GT GD C H L M O
decides /dɪˈsaɪd/ = VERB: αποφασίζω, κρίνω, καθορίζω, αποφαίνομαι; USER: αποφασίζει, αποφασίσει, αποφασίσει να, ορίζει

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
demand /dɪˈmɑːnd/ = NOUN: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, αξίωση; VERB: απαιτώ, αξιώ, αξιώνω; USER: ζήτηση, απαίτηση, αίτημα, ζήτησης, της ζήτησης

GT GD C H L M O
democracy /dɪˈmɒk.rə.si/ = NOUN: δημοκρατία; USER: δημοκρατία, δημοκρατίας, της δημοκρατίας, τη δημοκρατία, η δημοκρατία

GT GD C H L M O
demonstration /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη

GT GD C H L M O
destination /ˌdes.tɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προορισμός; USER: προορισμός, προορισμού, προορισμό, τον προορισμό, περίγυρο

GT GD C H L M O
determination /dɪˌtɜː.mɪˈneɪ.ʃən/ = NOUN: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση; USER: προσδιορισμός, αποφασιστικότητα, καθορισμός, απόφαση, προσδιορισμό

GT GD C H L M O
devil /ˈdev.əl/ = NOUN: διάβολος, σατανάς, περίδρομος; USER: διάβολος, Devil, διάβολο, διαβόλου, διαβόλων

GT GD C H L M O
difficult /ˈdɪf.ɪ.kəlt/ = ADJECTIVE: δύσκολος; USER: δύσκολος, δύσκολο, δύσκολη, δύσκολα, δύσκολες, δύσκολες

GT GD C H L M O
distance /ˈdɪs.təns/ = NOUN: απόσταση, διάστημα, απέχων; USER: απόσταση, απόσταση με, αποστάσεως, εξ αποστάσεως, απόστασης

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
doubles /ˈdəbəl/ = NOUN: διπλό, δυάδα, σωσίας; VERB: διπλασιάζω, διπλώνω; USER: διπλασιάζεται, διπλασιάζει, διπλασιάζει την, διπλασιάζει το, διπλάσια

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
dramatic /drəˈmæt.ɪk/ = ADJECTIVE: δραματικός, συνταρακτικός; USER: δραματικός, δραματική, δραματικές, δραματικό, δραματικά

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
duration /djʊəˈreɪ.ʃən/ = NOUN: διάρκεια; USER: διάρκεια, διάρκειας, τη διάρκεια, διάρκειά, η διάρκεια

GT GD C H L M O
earthquake /ˈɜːθ.kweɪk/ = NOUN: σεισμός; USER: σεισμός, σεισμό, σεισμού, σεισμούς, σεισμών

GT GD C H L M O
easily /ˈiː.zɪ.li/ = ADVERB: εύκολα; USER: εύκολα, εύκολα να, εύκολα την, εύκολη, εύκολα θα, εύκολα θα

GT GD C H L M O
economically /ˌiː.kəˈnɒm.ɪ.kəl.i/ = USER: οικονομικά, οικονομικώς, οικονομική, από οικονομική, οικονομικής

GT GD C H L M O
eleven /ɪˈlev.ən/ = USER: eleven-, eleven, eleven; USER: έντεκα, ένδεκα

GT GD C H L M O
eliminated /ɪˈlɪm.ɪ.neɪt/ = VERB: εξαλείφω, μηδενίζω, αφαιρώ; USER: εξαλειφθούν, εξαλειφθεί, αποβάλλεται, απαλείφονται, εξαλείφεται

GT GD C H L M O
energies /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργειας, πηγών ενέργειας, ενέργειες, ενέργειές, ενεργειών

GT GD C H L M O
energy /ˈen.ə.dʒi/ = NOUN: ενέργεια, ενεργητικότητα, δραστηριότητα; USER: ενέργεια, ενέργειας, ενεργειακής, ενεργειακή, της ενέργειας

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enormous /ɪˈnɔː.məs/ = ADJECTIVE: τεράστιος, κολοσσιαίος, υπερμεγέθης, τερατώδης, θεόρατος; USER: τεράστιος, τεράστια, τεράστιο, τεράστιες, τεράστιας, τεράστιας

GT GD C H L M O
entirely /ɪnˈtaɪə.li/ = ADVERB: εντελώς, ολότελα, εξ ολόκληρου; USER: εντελώς, εξ ολοκλήρου, πλήρως, απολύτως, αποκλειστικά

GT GD C H L M O
entrepreneurship /ˌɒn.trə.prəˈnɜː.ʃɪp/ = USER: επιχειρηματικότητας, επιχειρηματικότητα, της επιχειρηματικότητας, την επιχειρηματικότητα, επιχειρηματικού πνεύματος

GT GD C H L M O
environmentally /ɪnˌvaɪ.rən.ˈmen.təl/ = USER: περιβάλλον, το περιβάλλον, περιβαλλοντικά, περιβαλλοντικώς, περιβαλλοντική

GT GD C H L M O
estimates /ˈes.tɪ.meɪt/ = NOUN: εκτίμηση, υπολογισμός, προϋπολογισμός; USER: εκτιμήσεις, εκτιμήσεων, οι εκτιμήσεις, προβλέψεις, τις εκτιμήσεις

GT GD C H L M O
euro /ˈjʊə.rəʊ/ = NOUN: ευρώ; USER: ευρώ, του ευρώ, euro, σε ευρώ

GT GD C H L M O
european /ˌyərəˈpēən,ˌyo͝orə-/ = ADJECTIVE: ευρωπαϊκός; NOUN: Ευρωπαίος; USER: Ευρωπαϊκή, Ευρωπαϊκό, ευρώπη, Ευρωπαϊκής, Ευρωπαϊκού, Ευρωπαϊκού

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
evidently /ˈev.ɪ.dənt.li/ = USER: προφανώς, προφανές, εμφανώς, προδήλως

GT GD C H L M O
exit /ˈek.sɪt/ = NOUN: έξοδος; VERB: εξέρχεται, βγαίνω, εξέρχομαι; USER: έξοδος, εξέρχεται, έξοδο, βγείτε, έξοδο από, έξοδο από

GT GD C H L M O
factors /ˈfæk.tər/ = NOUN: παράγοντας, συντελεστής, πράκτορας, παράγοντας προστασίας, μεσίτης, SPF; USER: παράγοντες, παραγόντων, παράγοντες που, συντελεστές, τους παράγοντες

GT GD C H L M O
far /fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά; ADJECTIVE: μακρινός; USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο

GT GD C H L M O
favor /ˈfāvər/ = NOUN: εύνοια, εύνοια, χάρη, χάρη, εξυπηρέτηση, εξυπηρέτηση, χατήρι, ευμένεια, χατήρι, ευμένεια; VERB: ευνοώ, ευνοώ; USER: ευνοούν, ευνοήσει, ευνοούν την, ευνοεί, υπέρ

GT GD C H L M O
favorable /ˈfāv(ə)rəbəl/ = ADJECTIVE: ευνοϊκός, ευνοϊκός, αίσιος, αίσιος; USER: ευνοϊκός, ευνοϊκή, ευνοϊκές, ευνοϊκό, ευνοϊκών

GT GD C H L M O
feed /fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή; VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: τροφή, ζωοτροφές, ζωοτροφών, τις ζωοτροφές, τρέφονται

GT GD C H L M O
few /fjuː/ = ADJECTIVE: λίγοι, μερικοί, ολίγοι; USER: λίγοι, μερικοί, λίγα, μερικά, λίγες, λίγες

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
finest /ˈfaɪ.nɪst/ = USER: καλύτερα, τα καλύτερα, ωραιότερα, καλύτερη, καλύτερες

GT GD C H L M O
firm /fɜːm/ = NOUN: εταιρεία, φίρμα, εμπορικός οίκος; ADJECTIVE: σταθερός, σφιχτός; USER: εταιρεία, επιχείρηση, επιχείρησης, σταθερή, εταιρείας

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
firstly /ˈfɜːst.li/ = ADVERB: πρώτα, πρώτο; USER: πρώτα, πρώτο, Πρώτον, καταρχάς

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forty /ˈfɔː.ti/ = USER: forty-, forty, forty; USER: σαράντα, από σαράντα, τεσσαράκοντα

GT GD C H L M O
fossil /ˈfɒs.əl/ = NOUN: απολίθωμα; USER: απολίθωμα, ορυκτά, ορυκτών, τα ορυκτά, ορυκτές

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
freemen /ˈfriː.mən/ = USER: ελεύθεροι, ελεύθερους, freemen, ελεύθερους πολίτες, οι ελεύθεροι

GT GD C H L M O
friend /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλος, φίλη, φίλο, φίλου, φίλο σας

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fuel /fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη; VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι; USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων

GT GD C H L M O
fundamental /ˌfəndəˈmentl/ = ADJECTIVE: θεμελιώδης, βασικός; USER: θεμελιώδης, θεμελιωδών, θεμελιώδη, θεμελιώδεις, των θεμελιωδών

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
gas /ɡæs/ = NOUN: αέριο, φωταέριο, βενζίνη, γκαζολίνη, μπούρδα; USER: αέριο, αερίου, φυσικού αερίου, αερίων, φυσικό αέριο

GT GD C H L M O
geothermal = USER: γεωθερμική, γεωθερμικών, γεωθερμικές, γεωθερμικής, γεωθερμικού,

GT GD C H L M O
girl /ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη; USER: κορίτσι, κοπέλα, κοριτσιού, κοριτσιών, κορίτσι που

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
governments /ˈɡʌv.ən.mənt/ = NOUN: κυβέρνηση; USER: κυβερνήσεις, οι κυβερνήσεις, κυβερνήσεων, τις κυβερνήσεις, των κυβερνήσεων

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
half /hɑːf/ = NOUN: ήμισυ; ADJECTIVE: μισός, ήμισυς; VERB: φέρω; USER: ήμισυ, μισός, μισό, εξάμηνο, το ήμισυ

GT GD C H L M O
happening /ˈhæp.ən.ɪŋ/ = NOUN: συμβάν; ADJECTIVE: τυχόν; USER: συμβαίνει, συμβαίνουν, συμβεί, που συμβαίνουν, συνέβαινε

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
helped /help/ = VERB: βοηθώ; USER: βοήθησε, βοήθησαν, συνέβαλε, βοηθήσει, βοήθησε να

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
houses /haʊs/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος, βουλή; VERB: στεγάζω, εστιώ; USER: σπίτια, κατοικίες, τα σπίτια, σπιτιών, διαμερίσματα

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
hydroelectricity = NOUN: υδροηλεκτρισμός; USER: υδροηλεκτρισμός, η υδροηλεκτρική ενέργεια, της υδροηλεκτρικής ενέργειας, υδροηλεκτρική, η υδροηλεκτρική,

GT GD C H L M O
important /ɪmˈpɔː.tənt/ = ADJECTIVE: σπουδαίος, σοβαρός, βαρυσήμαντος; USER: σημαντικό, σημαντική, σημαντικά, σημαντικές, σημαντικός, σημαντικός

GT GD C H L M O
impossible /ɪmˈpɒs.ɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: αδύνατος; USER: αδύνατος, αδύνατο, αδύνατη, αδύνατον, δυνατόν

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
infrastructure /ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή; USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών

GT GD C H L M O
instead /ɪnˈsted/ = ADVERB: αντί, αντί αυτού, σε αντικατάσταση, εις αντικατάσταση; USER: αντί, αντί να, αντί για, αντί για

GT GD C H L M O
institutional /ˌɪn.stɪˈtjuː.ʃən.əl/ = USER: θεσμικού, θεσμικών, θεσμικές, θεσμική, θεσμικό

GT GD C H L M O
insulated /ˈɪn.sjʊ.leɪt/ = VERB: απομονώ, μονώνω, απομονώνω; USER: μόνωση, μονωμένα, μονωμένο, μονωμένος, μονωμένη

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
investment /ɪnˈvest.mənt/ = NOUN: επένδυση, τοποθέτηση χρημάτων, πολιορκία; USER: επένδυση, επενδύσεων, επενδύσεις, των επενδύσεων, επένδυσης

GT GD C H L M O
investors /ɪnˈves.tər/ = NOUN: επενδυτής, επενδύων χρήματα; USER: επενδυτές, οι επενδυτές, επενδυτών, τους επενδυτές, των επενδυτών

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
journey /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, διαδρομή, ταξιδιού, το ταξίδι, διαδρομής

GT GD C H L M O
journeys /ˈdʒɜː.ni/ = NOUN: ταξίδι, διαδρομή, αδοιπορία; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδια, διαδρομές, ταξιδιών, μετακινήσεις, διαδρομών

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
kilometer /kiˈlämitər,ˈkiləˌmētər/ = NOUN: χιλιόμετρο; USER: χιλιόμετρο, χιλιομέτρου, Χιλιόμετρα, χιλιομέτρων, χλμ.

GT GD C H L M O
kilometers /kiˈlämitər,ˈkiləˌmētər/ = NOUN: χιλιόμετρο; USER: χιλιόμετρα, χιλιομέτρων, χλμ., χιλιομέτρου, χιλιόμετρο

GT GD C H L M O
laid /leɪd/ = ADJECTIVE: στρωτός

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
later /ˈleɪ.tər/ = ADVERB: αργότερα, ύστερα; NOUN: βραδύτερο; ADJECTIVE: ύστερος, νεώτερος, υστερόχρονος, βραδύτερος; USER: αργότερα, αργότερο, μεταγενέστερη, μετά, μεταγενέστερο

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
learn /lɜːn/ = VERB: μαθαίνω, μανθάνω, πηδώ; USER: μάθετε, μαθαίνουν, να μάθουν, μάθουν, μάθει, μάθει

GT GD C H L M O
levels /ˈlev.əl/ = NOUN: επίπεδο, στάθμη, αλφάδι, οριακή γραμμή; VERB: ισοπεδώ; USER: επίπεδα, τα επίπεδα, επιπέδων, επίπεδο, των επιπέδων, των επιπέδων

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
longest /lɒŋ/ = USER: μακρύτερο, μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μακρύτερη, μεγαλύτερες

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looking /ˌɡʊdˈlʊk.ɪŋ/ = USER: ψάχνει, ψάχνετε, αναζητούν, κοιτάζοντας, ψάχνουν

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
majorities /məˈjôrətē,-ˈjär-/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα; USER: πλειοψηφίες, πλειοψηφιών, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, πλειοψηφίες που

GT GD C H L M O
majority /məˈdʒɒr.ə.ti/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα; USER: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
mar /mɑːr/ = VERB: παραμορφώνω, αφανίζω, χαλώ, φθείρω, καταστρέφω; USER: mar, Μαρ, Απρ, Μαϊ, αγο

GT GD C H L M O
march /mɑːtʃ/ = NOUN: πορεία, εμβατήριο, βάδισμα, οδοιπορία, σύνορο; VERB: βαδίζω, πορεύομαι; USER: πορεία, Μάρτιος, εμβατήριο, βαδίζω, Μαρτίου

GT GD C H L M O
mass /mæs/ = NOUN: μάζα, όγκος, λειτουργία, σύνολο, θεία λειτουργία, σωρός; VERB: μαζεύω, συσσωρεύω; USER: μάζα, μάζας, μαζικής, μαζική, βάρος

GT GD C H L M O
matters /ˈmæt.ər/ = NOUN: ζήτημα, ύλη, υπόθεση, ουσία, πράγμα, ενδιαφέρο; VERB: σημαίνω; USER: θέματα, ζητήματα, τα θέματα, υποθέσεις, θέματα που

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
means /miːnz/ = NOUN: μέσα, μέσο; USER: μέσα, μέσο, σημαίνει, νοείται, σημαίνει ότι, σημαίνει ότι

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
melt /melt/ = VERB: τήκω, τήκομαι, λυώνω; USER: λιώσει, τήξη, λιώνει, λιώνουν, τήκονται

GT GD C H L M O
meltdown /ˈmelt.daʊn/ = USER: κατάρρευση, κατάρρευσης, τήξη, κρίση, ρευστοποίηση

GT GD C H L M O
men /men/ = NOUN: άνδρες; USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
mix /mɪks/ = NOUN: μείγμα; VERB: ανακατεύω, σμίγω, μιγνύω, ανακατώνω, ανακατώνομαι, παρασκευάζω; USER: μείγμα, αναμειγνύεται, αναμίξετε, ανάμιξη, ανακατεύουμε

GT GD C H L M O
momentous /məˈmen.təs/ = ADJECTIVE: βαρυσήμαντος, σοβαρότατος, σπουδαίος; USER: βαρυσήμαντος, βαρυσήμαντο, βαρυσήμαντη, το βαρυσήμαντο, σπουδαίο

GT GD C H L M O
months /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνες, μηνών, months, μήνα

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
must /mʌst/ = USER: must-, must, ought, have to, must, ought, μούστος, γλεύκος; USER: πρέπει, πρέπει να, must, οφείλει, σταφυλιών, σταφυλιών

GT GD C H L M O
myths /mɪθ/ = NOUN: μύθος; USER: μύθοι, μύθους, τους μύθους, μύθων, οι μύθοι

GT GD C H L M O
neat /niːt/ = ADJECTIVE: πετυχημένος, νοικοκυρεμένος, καθαρός, κομψός, ανέρωτος, καλοφτιαγμένος, κόσμιος, καθάριος, συγυρισμένος; USER: νοικοκυρεμένος, πετυχημένος, καθαρός, τακτοποιημένο, τακτοποιημένη

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
needed /ˈniː.dɪd/ = VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούνται, χρειάζεται, χρειάζονται, χρειάζονται

GT GD C H L M O
needs /nēd/ = ADVERB: αναγκαία, απαραίτητα, υποχρεωτικά; USER: ανάγκες, αναγκών, τις ανάγκες, των αναγκών, ανάγκες των, ανάγκες των

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
ninety /ˈnaɪn.ti/ = NOUN: ενενήντα, ninety-, ninety; USER: ενενήντα, από ενενήντα, ενενήκοντα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
nuclear /ˈnjuː.klɪər/ = ADJECTIVE: πυρηνικός, πύρινος; USER: πυρηνικός, πυρηνικών, πυρηνικής, πυρηνική, πυρηνικό

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
offline /ˌɒfˈlaɪn/ = USER: offline, συνδεδεμένος, σύνδεσης, σύνδεση, χωρίς σύνδεση

GT GD C H L M O
oil /ɔɪl/ = NOUN: έλαιο, λάδι, πετρέλαιο; VERB: λαδώνω; USER: πετρέλαιο, λάδι, έλαιο, πετρελαίου, του πετρελαίου

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
online /ˈɒn.laɪn/ = USER: σε απευθείας σύνδεση, απευθείας σύνδεση, σύνδεση, απευθείας, διαδίκτυο, διαδίκτυο

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
operating /ˈäpəˌrāt/ = ADJECTIVE: λειτουργικός; USER: λειτουργίας, που λειτουργούν, λειτουργούν, λειτουργεί, δραστηριοποιούνται

GT GD C H L M O
opportunity /ˌäpərˈt(y)o͞onitē/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρία, δυνατότητα, ευκαιρία για, την ευκαιρία, ευκαιρίας

GT GD C H L M O
opposing /əˈpəʊ.zɪŋ/ = VERB: εναντιώνομαι, αντιτάσσω, αντικρούω, ανθίσταμαι; USER: αντιτιθέμενες, αντίθετες, αντιτίθενται, απέναντι, αντίθετα

GT GD C H L M O
opposite /ˈɒp.ə.zɪt/ = PREPOSITION: απέναντι, έναντι; NOUN: αντίθετο; ADJECTIVE: αντίθετος, αντίρροπος; USER: απέναντι, αντίθετο, απέναντι από, αντίθετη, αντίθετες

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
ourselves /ˌaʊəˈselvz/ = PRONOUN: εμάς, εμείς οι ίδιοι, εαυτοί μας; USER: εμείς οι ίδιοι, εμάς, εαυτούς μας, τους εαυτούς μας, εαυτό μας

GT GD C H L M O
overnight /ˌəʊ.vəˈnaɪt/ = ADVERB: τη νύχτα, αποβραδίς, παρελθούσα νύκτα; NOUN: διανυκτέρευση; ADJECTIVE: βραδινός; USER: τη νύχτα, διανυκτέρευση, όλη τη νύκτα, όλη τη νύχτα, διάρκεια της νύχτας

GT GD C H L M O
pacific /pəˈsɪf.ɪk/ = ADJECTIVE: ειρηνικός; USER: ειρηνικός, Ειρηνικού, Pacific, Ειρηνικό, του Ειρηνικού

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
particularly /pə(r)ˈtikyələrlē/ = ADVERB: λεπτομερώς, ιδιαιτερώς; USER: ιδιαίτερα, ιδίως, ειδικότερα, κυρίως, ιδιαιτέρως, ιδιαιτέρως

GT GD C H L M O
patterns /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; USER: πρότυπα, μοτίβα, τα πρότυπα, σχέδια, σχήματα

GT GD C H L M O
personally /ˈpɜː.sən.əl.i/ = ADVERB: προσωπικά, προσωπικώς; USER: προσωπικά, προσωπική, προσωπικές, προσωπικώς

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
plants /plɑːnt/ = NOUN: εργοστάσιο, φυτό; VERB: φυτεύω, στήνω, στυλώνω, τοποθετώ δολιώς; USER: φυτά, τα φυτά, φυτών, μονάδες, εγκαταστάσεις

GT GD C H L M O
play /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, θεατρικό έργο, παίγνιο; VERB: παίζω; USER: παιχνίδι, παίζω, παίξει, παίζουν, διαδραματίσει, διαδραματίσει

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
policies /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτικές, πολιτικών, των πολιτικών, οι πολιτικές, τις πολιτικές

GT GD C H L M O
policy /ˈpɒl.ə.si/ = NOUN: πολιτική, τακτική, ασφαλιστικό συμβόλαιο, συμβόλαιο ασφάλειας; USER: πολιτική, πολιτικής, της πολιτικής, την πολιτική, πολιτικών

GT GD C H L M O
politicians /ˌpɒl.ɪˈtɪʃ.ən/ = NOUN: πολιτευτής, πολιτευόμενος; USER: πολιτικοί, πολιτικούς, οι πολιτικοί, τους πολιτικούς, πολιτικών

GT GD C H L M O
polls /pəʊl/ = NOUN: ψηφοφορία, γκάλοπ, κεφαλή, παπαγάλος, εκλογικός κατάλογος; USER: δημοσκοπήσεις, polls, ψηφοφορίες, κάλπες, ψηφοφορίες Σύνολο

GT GD C H L M O
possible /ˈpɒs.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: δυνατός; USER: δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν, το δυνατόν

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
powers /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: εξουσίες, αρμοδιότητες, εξουσιών, αρμοδιοτήτων, δυνάμεις

GT GD C H L M O
presidio = USER: Presidio, εταιρεία Presidio, Πρεσίντιο,

GT GD C H L M O
previously /ˈpriː.vi.əs.li/ = ADVERB: προηγουμένως, πρωτύτερα, προτού; USER: προηγουμένως, παρελθόν, στο παρελθόν, ήδη, παλαιότερα

GT GD C H L M O
price /praɪs/ = NOUN: τιμή, τίμημα, αντίτιμο; VERB: τιμώ, διατιμώ; USER: τιμή, τιμών, τιμής, τιμές, των τιμών

GT GD C H L M O
probably /ˈprɒb.ə.bli/ = ADVERB: πιθανώς, πιθανά; USER: πιθανώς, ίσως, πιθανότατα, πιθανόν, μάλλον, μάλλον

GT GD C H L M O
production /prəˈdʌk.ʃən/ = NOUN: παραγωγή, προϊόν, απόδοση, παράσταση, προσαγωγή, παρουσίαση; USER: παραγωγή, παραγωγής, την παραγωγή, της παραγωγής, παραγωγική

GT GD C H L M O
prof /prɒf/ = USER: prof, καθ., καθηγ, Ο καθηγητής, καθηγητής

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
proverbial /prəˈvɜː.bi.əl/ = ADJECTIVE: παροιμιώδης, παροιμιακός; USER: παροιμιώδης, παροιμιώδη, παροιμιώδες, παροιμιακή, παροιμιακό

GT GD C H L M O
public /ˈpʌb.lɪk/ = NOUN: κοινό, δημόσιο; ADJECTIVE: δημόσιος; USER: δημόσιο, κοινό, δημόσιος, δημόσια, δημόσιας

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
quarters /ˈkwôrtər/ = NOUN: κατάλυμα; USER: τέταρτα, τρίμηνα, τεταρτημόρια, τετάρτων, τριμήνων

GT GD C H L M O
quicker /kwɪk/ = USER: πιο γρήγορα, ταχύτερη, γρηγορότερα, γρήγορα, ταχύτερα

GT GD C H L M O
quickly /ˈkwɪk.li/ = ADVERB: γρήγορα, ταχέως; USER: γρήγορα, ταχέως, γρήγορη, σύντομα, γρήγορα να, γρήγορα να

GT GD C H L M O
radius /ˈreɪ.di.əs/ = NOUN: ακτίνα; USER: ακτίνα, ακτίνας, ακτίνα για, την ακτίνα, Radius

GT GD C H L M O
reaches /riːtʃ/ = NOUN: έκταση, φθάσιμο, τέντωμα, εφικτή απόσταση; VERB: φθάνω, εκτείνω, εκτείνομαι; USER: φτάνει, φθάνει, φτάσει, φθάσει, φθάνει σε

GT GD C H L M O
react /riˈækt/ = VERB: αντιδρώ, αντενεργώ; USER: αντιδρούν, αντιδράσει, να αντιδράσει, αντιδρά, αντιδράσουν

GT GD C H L M O
reactor /riˈæk.tər/ = NOUN: αντιδραστήρας, αντιδραστήρ, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικός αντιδραστήρ; USER: αντιδραστήρας, αντιδραστήρα, αντιδραστήρος, αντιδραστήρων, του αντιδραστήρα

GT GD C H L M O
reactors /riˈæk.tər/ = NOUN: αντιδραστήρας, αντιδραστήρ, πυρηνικός αντιδραστήρας, πυρηνικός αντιδραστήρ; USER: αντιδραστήρες, αντιδραστήρων, αντιδραστήρες που

GT GD C H L M O
reality /riˈæl.ɪ.ti/ = NOUN: πραγματικότητα, αλήθεια, πραγματικότης; USER: πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα

GT GD C H L M O
reasons /ˈriː.zən/ = NOUN: αιτιολογικό; USER: λόγους, τους λόγους, λόγοι, λόγων, λόγους που

GT GD C H L M O
recognize /ˈrek.əɡ.naɪz/ = VERB: αναγνωρίζω, γνωρίζω; USER: αναγνωρίζω, αναγνωρίζουν, αναγνωρίσει, αναγνωρίζει, αναγνωρίσουν

GT GD C H L M O
regarded /rɪˈɡɑːd/ = VERB: θεωρώ, υπολήπτομαι, αφορώ; USER: θεωρούνται, θεωρηθεί, θεωρείται, θεωρηθούν

GT GD C H L M O
reliable /rɪˈlaɪə.bl̩/ = ADJECTIVE: αξιόπιστος, έμπιστος, βάσιμος, υπεύθυνος, αξιόχρεος, ξηγημένος; USER: αξιόπιστος, αξιόπιστο, αξιόπιστη, αξιόπιστες, αξιόπιστα

GT GD C H L M O
rely /rɪˈlaɪ/ = VERB: βασίζομαι, έχω πεποίθηση; USER: βασίζονται, επικαλούνται, επικαλεστεί, στηρίζονται, στηριχθεί

GT GD C H L M O
renewable /rɪˈnjuː.ə.bl̩/ = ADJECTIVE: ανανεώσιμος, ανακαινίσιμος; USER: ανανεώσιμες πηγές, ανανεώσιμων πηγών, ανανεώσιμες, ανανεώσιμη, ανανεώσιμων

GT GD C H L M O
requires /rɪˈkwaɪər/ = VERB: χρειάζομαι, απαιτώ; USER: απαιτεί, απαιτείται, απαιτεί την, απαιτεί από, προϋποθέτει, προϋποθέτει

GT GD C H L M O
reservoirs /ˈrezə(r)ˌvwär,-ˌv(w)ôr/ = NOUN: δεξαμενή, ντεπόζιτο; USER: ταμιευτήρες, δεξαμενές, ταμιευτήρων, δεξαμενών, δοχεία

GT GD C H L M O
resources /ˈrēˌsôrs,ˈrēˈzôrs,riˈsôrs,riˈzôrs/ = NOUN: πόροι; USER: πόροι, πόρων, πόρους, περισσότερες πληροφορίες, τους πόρους

GT GD C H L M O
responsibility /riˌspänsəˈbilətē/ = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
revolution /ˌrev.əˈluː.ʃən/ = NOUN: επανάσταση, περιστροφή; USER: επανάσταση, περιστροφή, επανάστασης, περιστροφής, επανάσταση του

GT GD C H L M O
rising /ˈraɪ.zɪŋ/ = NOUN: εξέγερση, ανατολή, έγερση; ADJECTIVE: ανατέλλων, εγειρόμενος, υψούμενος; USER: αυξάνεται, αύξηση, άνοδο, αυξάνονται, αύξηση των

GT GD C H L M O
risk /rɪsk/ = NOUN: κίνδυνος, ριψοκινδύνευση; VERB: ρισκάρω, κινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω; USER: κίνδυνος, κινδύνου, κίνδυνο, κινδύνων, του κινδύνου

GT GD C H L M O
risky /ˈrɪs.ki/ = ADJECTIVE: επικίνδυνος, κινδυνώδης; USER: επικίνδυνος, επικίνδυνη, επικίνδυνο, επικίνδυνες, ριψοκίνδυνη

GT GD C H L M O
role /rəʊl/ = NOUN: ρόλος, πρόσωπο; USER: ρόλος, ρόλο, ρόλου, ο ρόλος, ρόλο που, ρόλο που

GT GD C H L M O
rolf = USER: Rolf, Ο Rolf, τον Rolf, κ. Rolf

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
safety /ˈseɪf.ti/ = NOUN: ασφάλεια, σιγουριά; ADJECTIVE: ασφαλής; USER: ασφάλεια, ασφάλειας, ασφαλείας, την ασφάλεια, της ασφάλειας

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
savings = NOUN: οικονομίες, οικονομία; USER: οικονομίες, οικονομία, εξοικονόμηση, αποταμιεύσεις, αποταμίευσης

GT GD C H L M O
scenery /ˈsiː.nər.i/ = NOUN: τοπίο, σκηνικά, θέα, σκηνογραφία; USER: τοπίο, σκηνικά, τοπία, σκηνικό, τοπίου

GT GD C H L M O
sea /siː/ = NOUN: θάλασσα; USER: θάλασσα, στη θάλασσα, θάλασσας, τη θάλασσα, θαλάσσια

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
secondly /ˈsek.ənd.li/ = ADVERB: δεύτερο, κατά δεύτερο λόγο; USER: δεύτερο, κατά δεύτερο λόγο, δεύτερον, αφετέρου

GT GD C H L M O
securing /sɪˈkjʊər/ = VERB: ασφαλίζω, εξασφαλίζω; USER: εξασφάλιση, την εξασφάλιση, διασφάλιση, εξασφάλισης, εξασφαλίζοντας

GT GD C H L M O
series /ˈsɪə.riːz/ = NOUN: σειρά; USER: σειρά, σειράς, σειρές, series, σειρών

GT GD C H L M O
settlement /ˈset.l̩.mənt/ = NOUN: επίλυση, διακανονισμός, εγκατάσταση, συνοικισμός, αποικία; USER: διακανονισμός, επίλυση, εγκατάσταση, διακανονισμού, οικισμό

GT GD C H L M O
seven /ˈsev.ən/ = USER: seven-, seven; USER: επτά, εφτά, από επτά, από επτά

GT GD C H L M O
she /ʃiː/ = PRONOUN: αυτή, εκείνη; USER: αυτή, εκείνη, που, ότι, ίδια

GT GD C H L M O
shift /ʃɪft/ = NOUN: αλλαγή, περίοδος εργασίας, υπεκφυγή; VERB: μετατοπίζω, μεταλλάσσω, μετακινώ, μετακινούμαι, υπεκφεύγω; USER: αλλαγή, μετατόπιση, στροφή, μετατοπιστεί, στραφούν

GT GD C H L M O
short /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: μικρός, κοντός, βραχύς, ελλιπής; USER: μικρός, μικρή, σύντομο, σύντομη, μικρής

GT GD C H L M O
shorter /ʃɔːt/ = ADJECTIVE: κοντύτερος; USER: μικρότερη, συντομότερη, μικρότερες, μικρότερο, μικρότερα

GT GD C H L M O
showed /ʃəʊ/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: έδειξε, έδειξαν, κατέδειξε, παρουσίασε, παρουσίασαν

GT GD C H L M O
shown /ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει

GT GD C H L M O
single /ˈsɪŋ.ɡl̩/ = ADJECTIVE: μονόκλινο, μόνος, άγαμος, χωριστός, ανύπανδρος; VERB: ξεχωρίζω; USER: μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας

GT GD C H L M O
skinny /ˈskɪn.i/ = NOUN: κοκαλιάρης; ADJECTIVE: ισχνός; USER: κοκαλιάρης, κοκαλιάρικο, skinny, αδύνατος, μεμβρανοειδής

GT GD C H L M O
small /smɔːl/ = NOUN: μικρό, μικρό μέρος, στενό μέρος; ADJECTIVE: μικρός, μικροπρεπής, μικρούτσικος; USER: μικρό, μικρός, μικρές, μικρή, μικρών, μικρών

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
social /ˈsəʊ.ʃəl/ = ADJECTIVE: κοινωνικός; USER: κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές

GT GD C H L M O
solar /ˈsəʊ.lər/ = ADJECTIVE: ηλιακός; USER: ηλιακός, ηλιακή, ηλιακής, ηλιακό, ηλιακών

GT GD C H L M O
sometimes /ˈsʌm.taɪmz/ = ADVERB: μερικές φορές, ενίοτε, πότε πότε, κάπου κάπου; USER: μερικές φορές, ενίοτε, ορισμένες φορές, φορές, συχνά, συχνά

GT GD C H L M O
son /sʌn/ = NOUN: γιός, υιός; USER: υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος

GT GD C H L M O
sooner /suːn/ = ADVERB: γρηγορότερα, ταχύτερα, ενωρίτερον, μάλλον, κάλλιο; USER: γρηγορότερα, ταχύτερα, νωρίτερα, αργά, πιο γρήγορα

GT GD C H L M O
sources /sɔːs/ = NOUN: πηγή, προέλευση; USER: πηγές, πηγών, τις πηγές, εξακριβωμένες

GT GD C H L M O
stamina /ˈstæm.ɪ.nə/ = NOUN: σθένος, ζωτικότητα, οστά, αντοχή σώματος; USER: σθένος, ζωτικότητα, αντοχή, την αντοχή, δύναμη

GT GD C H L M O
standards /ˈstæn.dəd/ = NOUN: πρότυπα; USER: πρότυπα, προτύπων, προδιαγραφές, τα πρότυπα, κανόνες

GT GD C H L M O
starring /stär/ = VERB: πρωταγωνιστώ; USER: με πρωταγωνιστή, πρωταγωνιστή, με πρωταγωνιστή τον, με πρωταγωνιστές, πρωταγωνιστή τον

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
started /stɑːt/ = VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκίνησε, άρχισε, που ξεκίνησε, άρχισαν, αρχίσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
starts /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: ξεκινά, αρχίζει, ξεκινάει, αρχίζει να, αρχίσει

GT GD C H L M O
state /steɪt/ = NOUN: κράτος, κατάσταση, πολιτεία, δημόσιο, τελετή; ADJECTIVE: κρατικός, πολιτειακός; VERB: αναφέρω, δηλώνω, εκθέτω; USER: κατάσταση, κράτος, πολιτεία, κράτους, κρατικών

GT GD C H L M O
station /ˈsteɪ.ʃən/ = NOUN: σταθμός, θέση; VERB: θέτω, τοποθετώ; USER: σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σιδηροδρομικός

GT GD C H L M O
stations = NOUN: σταθμός, θέση; VERB: θέτω, τοποθετώ; USER: σταθμούς, σταθμοί, σταθμών, πρατήρια, σταθμούς του

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
story /ˈstɔː.ri/ = NOUN: ιστορία, παραμύθι, διήγημα, πάτωμα; USER: ιστορία, ιστορίας, την ιστορία, η ιστορία, παραμύθι

GT GD C H L M O
straw /strɔː/ = NOUN: άχυρο, καλαμάκι; ADJECTIVE: αχύρινος, ψάθινος; USER: άχυρο, καλαμάκι, άχυρου, αχύρου, άχυρα

GT GD C H L M O
study /ˈstʌd.i/ = NOUN: μελέτη, σπουδή, διάβασμα, σπουδαστήριο; VERB: μελετώ, σπουδάζω; USER: μελέτη, μελετήσει, τη μελέτη, μελετήσουν, σπουδάσουν, σπουδάσουν

GT GD C H L M O
successively /səkˈses.ɪv/ = ADVERB: διαδοχικώς; USER: διαδοχικώς, διαδοχικά, σταδιακά, διαδοχική

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
suited /ˈsuː.tɪd/ = VERB: αρμόζω, ταιριάζω; USER: κατάλληλη, κατάλληλο, προσαρμοσμένη, ταιριάζει, κατάλληλοι

GT GD C H L M O
summoning /ˈsəmən/ = VERB: καλώ, κλητεύω; USER: κλήτευση, κλήση, κλήση των, καλώντας, κλητεύεται,

GT GD C H L M O
supplier /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής; USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
surplus /ˈsɜː.pləs/ = NOUN: πλεόνασμα, περίσσευμα; ADJECTIVE: πλεονάζων, περισεύων; USER: πλεόνασμα, πλεονάσματος, το πλεόνασμα, πλεονασμάτων, πλεόνασμα της

GT GD C H L M O
surveys /ˈsɜː.veɪ/ = NOUN: επισκόπηση, εξέταση, τοπογράφηση, καταμέτρηση; VERB: αγναντεύω, καταμετρώ, τοπογραφώ, επισκοπώ; USER: έρευνες, ερευνών, τις έρευνες, έρευνες που, έρευνες για

GT GD C H L M O
survive /səˈvaɪv/ = VERB: επιζώ; USER: επιβιώσουν, επιβιώσει, επιβιώνουν, επιβίωση, επιζήσουν

GT GD C H L M O
sustainable /səˈstānəbəl/ = ADJECTIVE: ανεκτός, υποστηρικτός; USER: βιώσιμης, αειφόρο, αειφόρου, βιώσιμη, αειφόρος

GT GD C H L M O
swiss /swis/ = NOUN: Ελβετός, Σουηδικό; ADJECTIVE: ελβετικός; USER: Ελβετός, ελβετικός, swiss, Ελβετικής, Ελβετική, Ελβετική

GT GD C H L M O
switched /ˌswɪtʃtˈɒn/ = VERB: αλλάζω διεύθυνση, κραδαίνω, μαστιγώνω, αλλάσω διεύθυνση; USER: ενεργοποιημένο, μεταγωγής, ενεργοποιημένη, ενεργοποιείται, ενεργοποιηθεί

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
taken /ˈteɪ.kən/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: λαμβάνονται, λαμβάνεται, ληφθεί, ελήφθησαν, που, που

GT GD C H L M O
task /tɑːsk/ = NOUN: έργο, αγγαρεία; USER: έργο, καθήκον, εργασία, αποστολή, εργασιών

GT GD C H L M O
technologies /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογιών, τεχνολογίες, των τεχνολογιών, τεχνολογίες που, τεχνολογίες της

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
tentacle /ˈten.tə.kl̩/ = NOUN: πλοκάμι, κεράτιο έντομου; USER: πλοκάμι, Tentacle, πλοκάμια, με πλοκάμια, κεράτιο έντομου

GT GD C H L M O
term /tɜːm/ = NOUN: όρος, περίοδος, προθεσμία; VERB: ονομάζω; USER: όρος, περίοδος, όρο, όρου, διάρκειας

GT GD C H L M O
terry /ˈter.i/ = NOUN: είδος υφάσματος; USER: terry, πετσετέ, φλοκωτά, ο Terry, σπογγώδους μορφής

GT GD C H L M O
testimony /ˈtes.tɪ.mən.i/ = NOUN: μαρτυρία, βεβαίωση, κατάθεση δικαστική; USER: μαρτυρία, κατάθεση, μαρτυρίες, κατάθεσή, μαρτυρίας

GT GD C H L M O
text /tekst/ = NOUN: κείμενο, εδάφιο, θέμα; USER: κείμενο, κείμενο που, κειμένου, το κείμενο, κειμένων

GT GD C H L M O
th /ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη

GT GD C H L M O
than /ðæn/ = CONJUNCTION: από, παρά; USER: από, παρά, των, από το, από το

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thinking /ˈθɪŋ.kɪŋ/ = NOUN: σκέψη; ADJECTIVE: σκεπτόμενος; USER: σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκέφτεστε, σκέφτεστε

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
thirty /ˈθɜː.ti/ = USER: thirty-, thirty, thirty; USER: τριάντα, από τριάντα, τριακοστή, τριάκοντα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
thousand /ˈθaʊ.zənd/ = USER: thousand-, thousand, χιλιάδα; USER: χίλια, χιλιάδες, χιλ., χιλιάδων, χίλιες, χίλιες

GT GD C H L M O
thousands /ˈθaʊ.zənd/ = NOUN: χιλιάδα; USER: χιλιάδες, χιλιάδων, χιλ., χιλ.

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
tradition /trəˈdɪʃ.ən/ = NOUN: παράδοση; USER: παράδοση, παράδοσης, την παράδοση

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
transport /ˈtræn.spɔːt/ = NOUN: μεταφορά, συγκοινωνία, διακίνηση, μεταγωγή, μεταγωγικό, μετακόμιση, ανάταση, έκσταση, παραφορά; VERB: μεταφέρω, μετακομίζω, διαβιβάζω, παραφέρω; USER: μεταφορά, μεταφορές, τη μεταφορά, μεταφέρουν, μεταφέρει

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
trend /trend/ = NOUN: τάση, ροπή, φορά; VERB: έχω τάση πρός, τείνω, κλίνω, ρέπω; USER: τάση, τάσης, εξέλιξη, η τάση, τάσεις

GT GD C H L M O
triggers /ˈtrɪɡ.ər/ = NOUN: σκανδάλη, σκανδάλη όπλου; USER: ενεργοποιεί, πυροδοτεί, προκαλεί, έναυσμα, διεγείρει

GT GD C H L M O
tsunami /tsuːˈnɑː.mi/ = USER: τσουνάμι, το τσουνάμι, tsunami, παλιρροϊκό κύμα

GT GD C H L M O
turbines /ˈtəːbʌɪn,-ɪn/ = NOUN: τουρμπίνα, στρόβιλος, κινητήριος τροχός, κινητήρια μηχανή; USER: ανεμογεννήτριες, τουρμπίνες, στρόβιλοι, στροβίλους, στροβίλων,

GT GD C H L M O
twenty /ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty; USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό

GT GD C H L M O
twitter /ˈtwɪt.ər/ = NOUN: κελάδημα, έξαψη, τερέτισμα, τιτίβισμα; VERB: τιτιβίζω, τερετίζω, κελαδώ, εξάπτομαι; USER: κελάδημα, έξαψη, τιτιβίζω, Twitter, Twitter Για

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
uninhabitable /ˌəninˈhabətəbəl/ = ADJECTIVE: ακατοίκητος; USER: ακατοίκητος, ακατοίκητα, μη κατοικήσιμη, κατοικήσιμες, ακατοίκητες

GT GD C H L M O
university /ˌyo͞onəˈvərsətē/ = NOUN: πανεπιστήμιο; USER: πανεπιστήμιο, πανεπιστημίου, πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών, πανεπιστημιακή, πανεπιστημιακή

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
vital /ˈvaɪ.təl/ = ADJECTIVE: ζωτικός; USER: ζωτικός, ζωτικής σημασίας, ζωτικό, σημαντικό, ζωτική

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
water /ˈwɔː.tər/ = NOUN: νερό, ύδωρ; VERB: ποτίζω, νερώνω; USER: νερό, ύδωρ, νερού, ύδατος, υδάτων

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
ways /-weɪz/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπους, τρόπων, τους τρόπους, τρόποι, τρόπους για, τρόπους για

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weeks /wiːk/ = USER: εβδομάδες, εβδομάδων, βδομάδες, εβδομάδα

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wind /wɪnd/ = NOUN: άνεμος, αέρας, στροφή; VERB: ελίσσομαι, ανεμίζω, κουρδίζω, στρέφω, ελίσσω, περιτυλίσσω, περιτυλίσσομαι, χορδίζω; USER: άνεμος, αέρας, ανέμου, αιολική, άνεμο

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
without /wɪˈðaʊt/ = PREPOSITION: χωρίς, άνευ, δίχως, καν; ADVERB: έξω; USER: χωρίς, χωρίς να, δεν, χωρίς την, χωρίς την

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

424 words